- τριγέννητος
- τρι-γέννητος, ον,A thriceborn, epith of Athena, Lyc.519 (variously expld. by Sch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριγέννητος — thriceborn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγέννητος — ον, Α (για την Αθηνά) αυτή που γεννήθηκε τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γέννητος (< γεννῶ), πρβλ. ἀ γέννητος] … Dictionary of Greek